Γκάσερ, Χέρμπερτ Σπένσερ — (Herbert Spencer Gasser, Πλάτβιλ, Γουισκόνσιν 1888 – Νέα Υόρκη 1963).Αμερικανός φυσιολόγος. Εργάστηκε ως βοηθός στην έδρα της φυσιολογίας του πανεπιστημίου του Γουισκόνσιν (1911 13) και του πανεπιστημίου Σεντ Λούις της Ουάσινγκτον (1915 21).… … Dictionary of Greek
Ερλάνγκερ, Τζόζεφ — (Joseph Erlanger, Σαν Φρανσίσκο 1874 – Σεντ Λούις, Μισούρι 1965). Αμερικανός φυσιολόγος. Σπούδασε χημεία στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια και συνέχισε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο Τζονς Χόπκινς, όπου πήρε το δίπλωμά του στην ιατρική, το 1899.… … Dictionary of Greek
Παβλόφ, Ιβάν Πέτροβιτς — (Ριαζάν 1849 – Μόσχα 1936). Ρώσος φυσιολόγος. Ήταν γιος παπά και σπούδασε στην ιερατική σχολή της γενέτειράς του. Επηρεάστηκε από τον επαναστατικό φιλελευθερισμό των Ρώσων διανοουμένων της εποχής του κατά της παραδοσιακής παιδείας και απέκτησε… … Dictionary of Greek
αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… … Dictionary of Greek
ανατομία — Η επιστήμη που μελετά τη μορφή και τη δομή των έμβιων οργανισμών. Υποδιαιρείται σε α. των φυτών, α. των ζώων και α. του ανθρώπου. Η τελευταία διαιρείται και αυτή σε δύο βασικούς κλάδους: την περιγραφική και την τοπογραφική. Η περιγραφική… … Dictionary of Greek
βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… … Dictionary of Greek
βιοχημεία — Επιστήμη που μελετά όλα τα στοιχεία και τις ουσίες που συνθέτουν συνολικά τους ζώντες οργανισμούς και διερευνά τα χημικά και φυσικοχημικά φαινόμενα που εκδηλώνονται σε αυτούς, με σκοπό να καθορίσει μια συσχέτιση μεταξύ των φαινομένων αυτών και… … Dictionary of Greek
Βάρμπουργκ, Ότο Χάινριχ — (Otto Heinrich Warburg, Φράιμπουργκ, Βάδη 1883 – Βερολίνο 1970). Γερμανός βιοχημικός και φυσιολόγος, εβραϊκής καταγωγής. Υπήρξε μαθητής του διάσημου χημικού Έμιλ Φίσερ. Πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα το 1906 με μια εργασία πάνω στα πολυπεπτίδια… … Dictionary of Greek
Βέμπερ, Ερνστ Χάινριχ — (Ernst Heinrich Weber, Βυτεμβέργη 1795 – Λειψία 1878). Γερμανός φυσιολόγος και ψυχολόγος. Καθηγητής ανατομίας και φυσιολογίας στο πανεπιστήμιο της Λειψίας, συνέδεσε το όνομά του με μελέτες σχετικές με τη φυσιολογία του αίματος, του μεταβολισμού… … Dictionary of Greek
Γκράνιτ, Ράγκναρ Άρτουρ — (Ragnar Arthur Granit, Ελσίνκι 1900 – Στκχόλμη 1991). Σουηδός νευροφυσιολόγος. Διετέλεσε πρόεδρος της Βασιλικής Σουηδικής Ακαδημίας Επιστημών. Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο του Ελσίνκι και αναγορεύτηκε διδάκτορας το 1927. Διετέλεσε επίσης… … Dictionary of Greek